Ένας ελέφαντας ξεπεσμένος κομμουνιστής παλεύει με το lifestyle του περιθωρίου που του επιβάλλει η Αθήνα. Ναρκωτικά, γυναίκες, Όργουελ ή κάτι άλλο πιο αντιδραστικό ελπίζοντας τα free press να μην τον περάσουν στο ντούκου.

* * *

(Απόσπασμα απο το διήγημα)
Πριν από όλα αυτά όμως έπρεπε να βρει στέγη, φαί, λεφτά…
Βρίζοντας σιωπηλά από μέσα του θεούς, κυβερνήσεις, κράτη και τα σχετικά, ωθούμενος έτσι όλο και περισσότερο προς τον αναρχικό χώρο, κάθισε σε μια γωνία της Κλαυθμώνος και ακούμπησε στοργικά τον κόκκινο μπερέ που φορούσε (δώρο του συγγραφέα για τα προηγούμενα γενέθλια του) στο χώμα.

Ένα ελαφρύ “Παπ!” ακούστηκε και μια μικρή σακουλίτσα προσγειώθηκε στο καπέλο του. Η μυρωδιά ήταν χαρακτηριστική και έντονη, δεν επρόκειτο για λιβάνι. Ο (elephant) man μας σήκωσε το βλέμμα του από το χώμα για να αντικρίσει εκείνον που πρόσεβαλε την μαρξιστική παιδεία του και την κομμουνιστική ηθική του.

«Μαν σε είδα λίγο χαμένο και επειδή τη νιώθω τη φάση σου είπα να σε βοηθήσω με τον πιο ψύχραιμο και επιστημονικό τρόπο που γνωρίζω» του είπε ο… “καλός σαμαρείτης” της Κλαυθμώνος.

Ήταν δεν ήταν τριάντα χρονών, φορούσε ένα φούτερ με κουκούλα, μια φαρδιά φόρμα λερωμένη σε πολύ επίμαχα σημεία και το ένα του μάτι παρείχε αρκετά τεκμήρια σε όποιον θα ήθελε να αποδείξει ότι είναι ψεύτικο.
«Ρε φίλε χωρίς να θέλω να σε παρεξηγήσω αλλά μοιάζεις να τα χρειάζεσαι περισσότερο από μένα.» του είπε σηκώνοντας το φρύδι του ο ελέφαντας μας.
«Μπα μη το λες. Εγώ πάει τέλειωσα από αυτή τη ζωή. Το μέλλον μου προβλέπεται να ‘ναι επιτυχημένο και σίγουρο.»
«Και πώς αυτό; Θες να μου πεις το μυστικό σου;»
«Κοίτα να δεις ρε φίλε…», ξεκίνησε ο wannabe χιπχοπας τύπος με στόμφο και έπαρση.
«Έχω τραβήξει τα πάνδεινα στη ζωή μου όμως κατάφερα, για πρώτη φορά, να δω τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, μετά από κάτι καλά χαπάκια που τσέπωσα. Πάνε χρόνια από την πρώτη φορά που δοκίμασα αλλά έστω και αργά με βοήθησαν να καταλάβω την έννοια της ύπαρξης. Ξέρεις με τα ναρκωτικά βλέπεις την αλήθεια όπως αυτή υπάρχει μακριά απ’ τις παραισθήσεις των αισθήσεων.»
«Και τι συμπεράσματα έβγαλες;» ρώτησε ο ελέφαντας χαρούμενος που υπήρχαν άνθρωποι και σε χειρότερη κατάσταση από αυτόν.
«Αυτό που κατάλαβα εγώ μεγάλε είναι πώς όταν θες κάτι πάρα πολύ το πετυχαίνεις. Δες εμένα πχ. Θα μπορούσα να γίνω γιατρός, να ‘χω λεφτά και ΤΙΣ γκομενάρες κι απέτυχα απλά επειδή δε το ήθελα αρκετά αλλά πλέον έβαλα μυαλό και θα αλλάξω ζωή.»
«Δηλαδή;»
«Είναι απλό. Στο εξής θα θέλω περισσότερο αυτά που θέλω και έτσι το σύμπαν θα τα φέρει σε μένα, δε θα χρειάζομαι άλλο το χόρτο για να την παλέψω, άρα στο χαρίζω ΔΙΚΕ ΜΟΥ.»

Ο τύπος κοίταξε επίμονα τον ελέφαντα και στο καπάκι με περίσσιο θάρρος,θράσος και πάθος του πάτησε ένα γλωσσόφιλο. Τα περιστέρια της Κλαυθμώνος κούρνιασαν πλάι σε τούτο το ζευγαράκι, στολίζοντας με τα φτερά τους εκείνη την παρακμιακή αγάπη, που μάταια προσπαθούσε ανασάνει και που τόσο θύμιζε το κοριτσάκι με τα σπίρτα σε μια νεκροφιλη και πτωματοφάγα εκδοχή. Όλα τα παραπάνω μέχρις οτου κατάλαβαν ότι ένα απ’ τα δύο μέλη του εξελισσόμενου σεξουαλικού δράματος δε συννενούσε ακριβώς στα όσα συνέβαιναν κάτι που θυμίζει τους περισσότερους έρωτες που γεννήθηκαν και πέθαναν στην περήφανη πρωτεύουσα του ακόμα πιο περήφανου αστικού μας κράτους και απομακρύνθηκαν πετώντας και γεμίζοντας τους πάντες μέχρι τα εξάρχεια με κουτσουλιές. Οι φήμες για βελτίωση του πολιτιστικού επιπέδου των κατοίκων τους μετά από αυτό εξετάζονται.

«Είσαι τελείως μαλάκας ε;» του είπε ο ελέφαντας σπρώχνοντας το πρεζάκι στην άκρη.

Το έντυπο κυκλοφόρησε από την κολλεκτίβα Θέατρο Δρόμου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *